- παρέοικα
- ΜΑμοιάζω κάπως με κάποιον ή κάτι, είμαι παρεμφερής.επίρρ...παρεοικότως Ακατά τρόπο κάπως όμοιο προς κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἔοικα «μοιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεοίκασι — παρεοίκᾱσι , παρά ἔοικα as perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεοίκασιν — παρεοίκᾱσιν , παρά ἔοικα as perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)